- παρῳδήσει
- παρῳδέωwrite by way of parodyaor subj act 3rd sg (epic)παρῳδέωwrite by way of parodyfut ind mid 2nd sgπαρῳδέωwrite by way of parodyfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
μερμηρίζω — (Α) 1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾱσαι νῆες», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με τα δίχα,διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα… … Dictionary of Greek
παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να … Dictionary of Greek